- δυσκάθοδος
- δῠσ-κάθοδος, ον,A hard to go down into,
σπήλαιον Conon 35.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπήλαιον Conon 35.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσκαθόδῳ — δυσκάθοδος hard to go down into masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek